“Έζησα την Ελλάδα και την Αργεντινή… Πάω Νορβηγία!”

Η μητέρα της θεωρεί ότι πάσχει από μια ανίατη «αρρώστια» που την αναγκάζει να μη μπορεί να μείνει σε έναν τόπο για πολύ καιρό. Η ίδια υποστηρίζει ότι απλώς μέχρι τώρα έψαχνε το κατάλληλο μέρος που θα την εμπνεύσει για να δημιουργήσει την οικογένειά της. Θα μπορούσε η Ελλάδα είναι αυτό το μέρος;
Τη στιγμή που αυτές οι γραμμές τυπώνονται η Nathalie Kokovinos- Johnson, η κοπέλα που γνώρισα τυχαία ένα βράδυ ως σερβιτόρα στο Funky Gourmet, θα έχει φύγει από την Ελλάδα. Και είναι η πρώτη φορά που λυπάται που αφήνει ένα μέρος.
Γεννήθηκε στο Παρίσι πριν από περίπου τριάντα πέντε χρόνια όταν η Παριζιάνα μαμά της (με ρίζες από Ρωσία και Ιρλανδία) παντρεύτηκε Έλληνα από τα Πετράλωνα της Αθήνας, ο οποίος είχε αυτοεξοριστεί στη γαλλική πρωτεύουσα μαζί με τόσους άλλους εκείνη τη δύσκολη επταετία των Συνταγματαρχών. Ξεκινάει τις σπουδές της στη ζωγραφική στη διάσημη École des Beaux-Arts, μετά τα τέσσερα πρώτα χρόνια όμως φεύγει για το Βέλγιο. Στις Βρυξέλλες συνεχίζει τις σπουδές της στη ζωγραφική και τις συνδυάζει με ψυχολογία.
Τελειώνοντας εργάζεται ως art therapist με αυτιστικά παιδιά. Οι Βρυξέλλες την κρατάνε οκτώ χειμώνες, ενώ τα καλοκαίρια επισκέπτεται διαφορά ελληνικά νησιά. Ίος, Νάξος, Ρόδος. Παντρεύει έξυπνα δουλειά με διακοπές και παράλληλα «μαζεύει» ήλιο. Βγάζει τα έξοδά της ως σερβιτόρα σε μαγαζιά φίλων κάποιων άλλων φίλων και εκεί, στη Ρόδο, γνωρίζει και τον μελλοντικό σύζυγό της, Ματέο. Μισός Ιταλός μισός Αμερικάνος, ο επτά χρόνια μικρότερός της Ματέο ζούσε στην Πάρμα και είχε την ίδια «αρρώστια» με τα ταξίδια. Πέντε χρόνια μετά το πρώτο τους ραντεβού στη Ρόδο παντρεύονται στο Παρίσι.
Γάμος – ρετρό
Ο γάμος τους έχει άρωμα ρετρό κινηματογραφικής ταινίας, αφού όλοι οι καλεσμένοι έπρεπε να φοράνε ρούχα αισθητικής του ‘30 και του ‘40 ενώ η ίδια εμφανίζεται με ένα vintage νυφικό που είχε βρει σε ένα μαγαζί κοντά στο σπίτι της. Αφήνει τις Βρυξέλλες και ο έγγαμος βίος της ξεκινάει στο Παρίσι όπου η Ναταλί συνεχίζει την ειδίκευσή της στο art therapy ενώ ο Ματέο αποφασίζει να πάρει το Baccalauréat του αφού είχε παρατήσει το σχολείο στα δεκαέξι του ενώ παράλληλα προσπαθεί να μάθει γαλλικά.
Η Ναταλί όμως εξακολουθεί να θέλει να αποδράσει από το Παρίσι, για δεύτερη φορά: «Το Παρίσι είναι μια ζούγκλα», εξηγεί. «Είναι πολύ όμορφή πόλη αλλά η ζωή είναι πολύ δύσκολη και ακριβή. Για 20 τετραγωνικά πληρώνεις 850 ευρώ. Μετά το γάμο μέναμε στη μάνα μου τέσσερις μήνες μέχρι να μαζέψουμε τα χρήματα για να νοικιάσουμε τα 20 τετραγωνικά μας. Στον ένα χρόνο αποφασίσαμε να φύγουμε για Αργεντινή, στο Μπουένος Άιρες, μαζί με άλλον ένα φίλο μας. Ήξερα πολύ λίγα Ισπανικά και μας είχαν πει ότι θα μπορούσαμε να βρούμε εύκολα δουλειά. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να παραδίδω ιδιαίτερα γαλλικά. Πάντα ήθελα να πάω στη λατινική Αμερική. Αργεντινή, Βραζιλία.. Με γοήτευε όλος αυτός ο αισθησιασμός του τάνγκο».
Η κατάσταση που συναντούν ωστόσο τους προσγειώνει απότομα στη πραγματικότητα. «Δυστυχώς, τα πράγματα δεν ήταν όπως τα είχαμε στο μυαλό μας», συνεχίζει. «Επτά χρόνια μετά την κρίση υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν είχαν επανακάμψει. Έβλεπες ακόμα τους γνωστούς Cartoneros της κρίσης: μικρά παιδιά -ακόμα και τεσσάρων ετών- να μαζεύουν κουτιά από το δρόμο και να τα πουλάνε για ανακύκλωση. Όλα τα περίπτερα είχαν κάγκελα μπροστά, λόγω της εγκληματικότητας. Υπήρχαν από τη μια οι υπερβολικά πλούσιοι και από την άλλη οι εξαιρετικά φτωχοί, που ήταν και οι περισσότεροι. Όπως έγινε και εδώ πριν δυο βδομάδες, έτσι και κει, όταν είχε ξεσπάσει η κρίση, είχαν κάψει τα πάντα. Μου τα έχουν διηγηθεί φίλοι μου. Μίλησα με πολύ κόσμο. Έσπαγαν μαγαζιά και έκλεβαν το εμπόρευμα. Μέχρι και κρεοπωλεία είχαν σπάσει για να πάρουν κρέας να φάνε! Δεν υπήρχε πια η μεσαία τάξη, οπότε δεν μπορούσαμε να μείνουμε. Κάτσαμε δύο μήνες. Επίσης δεν ξέραμε ότι για όποιον δεν είναι από Αργεντινή, οι τιμές για έξοδα όπως το ενοίκιο, ή τα εισιτήρια είναι διπλάσιες. Πληρώνεις το ενοίκιο σε δολάρια, ενώ για οποιαδήποτε εργασία πληρώνεσαι σε πέσος. Θεωρούν αυτόματα ότι όποιος έρχεται από το εξωτερικό στην Αργεντινή είναι πλούσιος. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αφρική». Κάνουμε μια παύση. Πίνουμε λίγο καφέ. Θέλω να αλλάξω το θέμα.
Τη ρωτάω για την Αφρική. «Ήταν το 2004 όταν πέθανε ο πατέρας μου. Ήθελα να ξεφύγω. Να βρω έναν τόπο όπου η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου να μην εκφράζεται με τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει. Με το κλάμα, με την υπερβολή και το βαρύ πένθος που δε σε βοηθάει να ξεχάσεις αλλά σε ‘καταπίνει’». Μαζί με μια φίλη της επισκέπτονται τη Γουινέα- Μπισσάου και τη Σενεγάλη και μένουν εκεί συνολικά για ένα μήνα. «Οι συνθήκες δεν ήταν εύκολες», διευκρινίζει. «Έπρεπε παντού να μας συνοδεύει ένας ‘οδηγός’ για προστασία και έπρεπε να τον πληρώνουμε. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι ενώ οι άνθρωποι εκεί ζούνε κυριολεκτικά χωρίς τίποτα απολύτως, έχουν τα πάντα μέσα στην καρδιά τους. Γελάνε συνέχεια και νιώθουν ευτυχισμένοι με πολύ λιγότερα πράγματα απ’ ότι ο μέσος ευρωπαίος ή αμερικανός, και ταυτόχρονα πιστεύουν ακράδαντα ότι η ζωή πέρα από τα σύνορά τους είναι πολύ καλύτερη. Οι περισσότεροι έχουν μια αφέλεια και νομίζουν πως ό, τι βλέπουν στην τηλεόραση ισχύει, πως όλοι οι ξένοι, ανεξαιρέτως, είναι πλούσιοι».
Τη ρωτάω πως βρέθηκε τελικά στην Ελλάδα. «Ήταν μετά την Αργεντινή», θυμάται. «Ξαναγυρίσαμε στο σπίτι της μάνας μου για λίγο, πριν αποφασίσουμε που θα πάμε. Και εγώ και ο Ματέο λατρεύαμε την Ελλάδα. Τον καιρό, τους ανθρώπους, όλα. Όμως η Ελλάδα στην οποία είχαμε γνωριστεί οκτώ χρόνια πριν, δεν υπάρχει πια. Οι άνθρωποι έχουν χάσει αυτή τη ζωηράδα που τους χαρακτήριζε. Είναι πολύ down, το βλέπω σε όλους τους Έλληνες φίλους μου. Επίσης υπάρχει πιο έντονος ρατσισμός και ξενοφοβία λόγω της αύξησης του αριθμού των λαθρομεταναστών, όπως σε όλη την Ευρώπη άλλωστε. Επίσης έχει αρχίσει να συμβαίνει αυτό που είχαμε δει στην Αργεντινή. Να υπάρχουν κάποιοι πολύ πλούσιοι, και σιγά- σιγά να εξαφανίζεται η μεσαία τάξη. Πριν δέκα χρόνια δε θυμάμαι να βλέπω άστεγους στην Ελλάδα. Υπήρχαν μόνο στο Παρίσι. Φέτος τους συνάντησα και εδώ. Άλλο ένα τεράστιο θέμα είναι το σύστημα, η γραφειοκρατία, το φακελάκι στα νοσοκομεία. Και στη Γαλλία υπάρχει γραφειοκρατία αλλά είναι το ίδιο για όλους. Δεν υπάρχει το ‘αν ξέρεις κάποιον, λαδώνεις και ξεμπερδεύεις’. Μετά από τρία χρόνια εδώ, αποφασίσαμε πριν λίγους μήνες να φύγουμε. Επιλέξαμε τη Νορβηγία με βάση την οικονομική σταθερότητα και την ασφάλεια, ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε την οικογένειά μας και να προσφέρουμε στα παιδιά μας ένα περιβάλλον με όσο το δυνατό λιγότερα προβλήματα. Η Νορβηγία δεν είναι στο ευρώ και διαθέτει ένα εξαιρετικό σύστημα παροχών από άποψη υγείας, περίθαλψης και κοινωνικής πρόνοιας. Τον πρώτο καιρό θα εγκατασταθούμε στο Όσλο για να βρούμε πιο εύκολα κάποια δουλειά, να κάνουμε μαθήματα και να μάθουμε τη γλώσσα – η ελληνική εκκλησία προσφέρει δωρεάν μαθήματα- και αργότερα, όταν με το καλό αποκτήσουμε παιδιά να μεταφερθούμε προς τα έξω, κοντά στη φύση».
“Βλέπεις τα πράγματα συγκριτικά…”
Τι κρατάει από τις περιπλανήσεις της στο κόσμο; «Μαθαίνεις να βλέπεις κάποια πράγματα συγκριτικά. Καταλαβαίνεις π.χ. πολλά για ένα λαό από τον τρόπο που μιλάνε οι άνθρωποι. Εάν μιλάνε δυνατά ή σιγά, αν χρησιμοποιούν τα χέρια τους, αν μιλάνε με κλειστά τα χείλη. Στη Αφρική τρώνε με τα χέρια για να τεστάρουν τη θερμοκρασία του φαγητού πριν το φάνε. Εδώ στη Ελλάδα χρησιμοποιείτε πολύ τα υποκοριστικά. Λέτε ‘κοπελίτσα μου’. Αυτό δεν υπάρχει στη Γαλλία. Ούτε το ‘κοπελίτσα’, ούτε το ‘μου’. Αυτό δείχνει ότι οι άνθρωποι είναι πιο ζεστοί και αναπτύσσουν εύκολα οικειότητα μεταξύ τους, ότι το κλίμα είναι πιο ζεστό, πιο οικογενειακό».
Της εύχομαι να βρει και στη Νορβηγία το ίδιο ζεστό κλίμα. Παρά τους μεγάλους χειμώνες και τις χαμηλές θερμοκρασίες των Φιορδ..